ἰλύς,-ύος

ἰλύς,-ύος
N 3 0-0-0-2-0=2 Ps 39(40),3; 68(69),3
mud, mire
Cf. WALTERS 1973 77-78.295-296

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιλύς — η (ΑΜ ἰλύς, ύος) 1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών 2. κατακάθι, καθίζημα αρχ. ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu «λάσπη μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ …   Dictionary of Greek

  • ιλυοδόχη — η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη, καπνο δόχη] …   Dictionary of Greek

  • ιλυόεις — ἰλυόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + κατάλ. οεις (πρβλ. αλγιν όεις, διακρυ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • ιλυόλουτρο — το λουτρό μέσα σε ιλύ ιαματικών πηγών, λασπόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, ύος + λουτρό. Η λ. στον πληθ. ἰλυόλουτρα μαρτυρείται από το 1865 στον Σπ. Κοντολέοντα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”